- ανταμώνω
- [αντάμα]1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανταμώνω — ανταμώνω, αντάμωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ανταμώνω, ανταμώνομαι : μερικές φορές το ανταμώνω έχει και την έννοια ανταμώνομαι, π.χ. γρήγορα θα ανταμώσουμε (θα ανταμωθούμε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταμώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, συναντιέμαι: Χθες αντάμωσα έναν παλιό συμμαθητή μου και τα είπαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενταμώνω — ανταμώνω … Dictionary of Greek
ξανανταμώνω — ανταμώνω ξανά, ξανασυναντώ … Dictionary of Greek
ανταμώνομαι — ανταμώνομαι, ανταμώθηκα, ανταμωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: ανταμώνω, ανταμώνομαι : μερικές φορές το ανταμώνω έχει και την έννοια ανταμώνομαι, π.χ. γρήγορα θα ανταμώσουμε (θα ανταμωθούμε) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντάμα — (Μ ἀντάμα) επίρρ. μαζί, παρέα, από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αντάμα, εντάμα, που προέκυψε από τη μτγν. φρ. «ἐν τῷ ἅμα» με αποβολή του ω προ του ισχυρότερου α και αφομοίωση του αρχικού ε. Πρβλ. αντάμι, εντάμι, αντάμε, ανταμώς, ενταμώς, αντάμως,… … Dictionary of Greek
ανταμωτός — ή, ό [ανταμώνω] αντάμα με άλλον, συνταιριασμένος … Dictionary of Greek
απαντένω — 1. συναντώ, ανταμώνω 2. απαντώ, αποκρίνομαι … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
κρυφοσμίγω — 1. (αμτβ.) ανταμώνω κάποιον κρυφά 2. (μτβ.) διευκολύνω την κρυφή συνάντηση κάποιου … Dictionary of Greek